-
1 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
2 защита
-ы θ.1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•
взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•
интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•
защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•
меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•
искать -ы αναζητω προστασία•
стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•
защита диссертации υποστήριξη διατριβής•
без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.
2. (στρατ.) άμυνα•противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.
5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες). -
3 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
4 консервация
1. (защита от коррозии) η συντήρηση/προστασία από τη διάβρωσηη κονσερβοποίηση2. (временное прекращение эксплуатации) η (προσωρινή) διακοπή της εκμετάλλευσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консервация